- σκηνοφύλακας
- [-αξ (-ακος)] ο воен, дежурный по охране палаток
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκηνοφύλακας — ο, η, / σκηνοφύλαξ, ακος, ΝΑ φύλακας, φρουρός σκηνής νεοελλ. στρ. οπλίτης στον οποίο ανατίθεται η φύλαξη τών σκηνών σε καταυλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + φύλαξ] … Dictionary of Greek
σκηνοφύλακας — σκηνοφύλαξ guard of tents masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek